απροξένευτος

απροξένευτος
απροξένεφτος, η , ο обошедшийся без сватов

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "απροξένευτος" в других словарях:

  • απροξένευτος — η, ο 1. (για γάμο) αυτός που γίνεται χωρίς τη μεσολάβηση προξενητή 2. (για πρόσωπο) εκείνος στον οποίο δεν έγινε πρόταση γάμου 3. όποιος γίνεται χωρίς τη μεσολάβηση τρίτου …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»